- κρίκωσις
- κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι]1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση2. ασφάλιση με κρίκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίκωσις — infibulation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκωσιν — κρίκωσις infibulation fem acc sg κρίζω creak aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικώσεως — κρικώσεω̆ς , κρίκωσις infibulation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)